Monday, May 24, 2010

Δεν έρχονται μαζί σου


Σάββατο 22/5/2010 Απόγευμα

Ερχόμαστε.

Δεν ψάχνουμε από πού. Μόνο μαζεύουμε. Μαζεύουμε εμπειρίες, αντικείμενα, ανθρώπους. Με ζήλο, με εμπάθεια, με ψυχωτική μανία και γιατί;

Φεύγουμε.

Τι παίρνουμε μαζί; Από αντικείμενα τίποτα, από ανθρώπους (ελπίζω..) τίποτα. Ίσως πιστέψεις ότι θα πάρεις τις αναμνήσεις σου μαζί. Η mainstream λογική αρνείται να δεχθεί αυτή τη «διατήρηση μνήμης» στην Άλλη όχθη. Ας μην τσακωθώ μαζί της τώρα και παρασυρθώ. Δεν τις παίρνεις μαζί σου λοιπόν.

Στεναχωριέσαι; Όλες οι αναμνήσεις σου είναι τόσο καλές που θλίβεσαι αφήνοντας τες εδώ; Γιατί να πας Αλλού με φουλαρισμένο «δίσκο»; Πόσο μάλλον όταν το υλικό που υπάρχει μέσα μπορεί και να σε είχε στενοχωρήσει όσο ζούσες…

Ένα ταξίδι είναι. Το ξέρω ότι το νιώθεις. Τράβα φωτογραφίες και χαμογέλα χωρίς ίχνος θλίψης ή ενοχής. Όταν τελειώσει δε θα θυμάσαι τίποτα, το ξέρεις; Κρίμα δεν είναι να νομίζεις ότι θα φύγεις μαζί τους;

Monday, May 10, 2010

Κάτι από τα παλιά


Παρασκευή 15/6/2007 απόγευμα

Πόσες Αθήνες υπάρχουν; Η Αθήνα του μυαλού μου, η Αθήνα που βρήκα, η Αθήνα της σχολής μου, η Αθήνα της νύχτας μου. Και άλλες πολλές Αθήνες. Τώρα είμαι στην Αθήνα της Ακρόπολης. Δεν ακούω αυτοκίνητα, δε βλέπω τα «ζώα» της Ερμού και του Θησείου. Πόσο μάλλον τις ψωνισμένες στο Γκάζι.

Όχι δε μελαγχολώ πια. Κι ας φεύγει για ταξίδι.

Το άγχος της εξεταστικής. Βασικά δεν είναι άγχος. Προκαταβολικό αίσθημα αποτυχίας είναι. Αυτό το συναίσθημα, τέλος πάντων, κυριεύει όλα τα υπόλοιπα πλημμυρίζοντας κάθε κύτταρο του εγκεφάλου μου. Δε μένει χώρος για άλλα συναισθήματα. Ίσως γι’ αυτό είμαι τελείως emotionless αυτόν τον καιρό.

Σχεδόν…

Δίπλα μου είναι μια κοπέλα, ξανθιά με γυαλί, από αυτές που βλέπεις με το κιλό στη Σκουφά, μαζί με μια άλλη κοπέλα (αδερφή της;) καθηλωμένη στο καροτσάκι. Η ξανθιά μιλάει στο κινητό εδώ και πολύ ώρα. Παρατηρώ την άλλη κοπέλα. Βαριέται και κοιτάει δεξιά-αριστερά ή παίζει με το κινητό της. Δε μπορώ να νιώσω οίκτο, νομίζω ότι την προσβάλει αυτό μου το συναίσθημα. Μπορώ να νιώσω όμως απίστευτη οργή για την ξανθιά. Δε μπορώ να μην κάνω την υπόθεση: η ξανθιά αναγκάζεται να βγάλει βόλτα την άλλη κοπέλα και σκοτώνει το χρόνο της με το handsfree.

Lifes just so unfair… Δεν εκτιμώ αυτά που μου δόθηκαν. Γκρινιάζω για ό,τι δεν έχω. Όταν φέρω τον εαυτό μου στη θέση αυτών των ανθρώπων (έκλεισε η ξανθιά)… ο πόνος είναι τόσο μεγάλος που η εικόνα δε μπορεί να σχηματιστεί. Ένα «γιατί» μόνο και σιωπή… ένοχη σιωπή επειδή εγώ είμαι καλά και δεν το νιώθω.

Μακάρι στην επόμενη ζωή μου να γεννηθώ ανάπηρος. Αλλά… δεν ξέρω αν είμαι άξιος για κάτι τέτοιο.